- μεσοβλάστη
- ηβιολ. το μεσόδερμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσόδερμα — Το μεσαίο βλαστικό δέρμα, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στο εξώδερμα και στο εσώδερμα, και το οποίο σχηματίζεται στο στάδιο του γαστριδίου της εμβρυϊκής ανάπτυξης των τριπλοβλαστικών οργανισμών. Από το μ. σχηματίζονται οι συνδετικοί ιστοί, τα… … Dictionary of Greek
μυοτόμιο — το βιολ. διαίρεση τού μεσεγχυματικού ιστού που περιβάλλει τη μεσοβλάστη στο ηλικίας τριών εβδομάδων έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myotome (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + τόμιο < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek